espontáneo
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Spanish > Greek
αὐτόγνωτος, ἐλευθερόγλωσσος, ἐνδιάθετος, ἐλευθέριος, αὐτοφυής, ἐθελούσιος, αὐτενέργητος, αὐτουργός, αὐτόματος, αὐτεπάγγελτος, αὐτοκρατής, ἑκούσιος, αὐτοκέλευστος, ἐθελοντής, αὐθαίρετος, αὐτοκελής, αὐτοσχέδιος