ἐκπεύθομαι
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
= ἐκπυνθάνομαι, A.Pers.955 (lyr.).
Spanish (DGE)
enterarse de πάντα A.Pers.955.
German (Pape)
[Seite 772] poet. = ἐκπυνθάνομαι, Aesch. Pers. 916.
French (Bailly abrégé)
c. ἐκπυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεύθομαι: Aesch. = ἐκπυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεύθομαι: ἐκπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 954· ἀλλ᾿ ἴδε Ἕρμαννον.
Greek Monolingual
ἐκπεύθομαι (AM)
ζητώ, ρωτώ να μάθω.
Greek Monotonic
ἐκπεύθομαι: = ἐκπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
= ἐκπυνθάνομαι, Aesch.]