χρυσάνθεμον
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
τό,
A = ἑλίχρυσον, Dsc.4.57 (also χρυσάνθεμος, ἡ, Cyran.44, Glossaria).
2 = βατράχιον I, garden ranunculus, Ranunculus asiaticus, Gp.2.6.30.
3 = χρυσοκόμη, Ps.-Dsc.4.55.
4 = χαλκάς, ib.58.
German (Pape)
[Seite 1378] τό, Goldblume, eine Pflanze mit goldgelber Blüte, wie calendula officinalis, auch χρυσανθές, wahrscheinlich = χάλκανθος, χαλκῖτις, χάλκη, und durch Buchstabenumstellung κάλχη, das lat. caltha.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάνθεμον: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ γνωστὸν ἄνθος, κατ’ ἄλλους τὸ χρυσίζον νεκρολούλουδον, Διοσκ. 4. 58· ὡσαύτως χρυσανθές, τό, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 684D. 2) = βατράχιον Ι, Γεωπον. 2. 6, 24.
Spanish
Léxico de magia
τό bot. crisantemo o quizás ranúnculo P III 320 (fr. lac.)