παραιβάτης
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
poet. for παραβάτης.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, poet. st. παραβάτης; Il. 23, 132; Eur. Suppl. 699.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poét. c. παραβάτης.
English (Autenrieth)
(βαίνω): one who stands beside the charioteer and fights, ‘chariot-fighter,’ pl., Il. 23.132†.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. παραιβάτις, -ιδος, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβάτης.
Greek Monotonic
παραιβάτης: -βάτις, ποιητ. αντί παρα-βάτης, -βάτις.
Russian (Dvoretsky)
παραιβάτης: ου ὁ поэт. = παραβάτης.