ἀφεσμός

From LSJ
Revision as of 10:36, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεσμός Medium diacritics: ἀφεσμός Low diacritics: αφεσμός Capitals: ΑΦΕΣΜΟΣ
Transliteration A: aphesmós Transliteration B: aphesmos Transliteration C: afesmos Beta Code: a)fesmo/s

English (LSJ)

ὁ, swarm of bees, Arist.HA629a9.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ enjambre ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... αὐτοῦ μένουσι Arist.HA 629a9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.HA 624a28.

German (Pape)

[Seite 409] ὁ, Bjenenschwarm, Arist. H. A. 9, 40.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεσμός:молодой (пчелиный) рой Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεσμός: ὁ, νεαρὸν σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 3.

Greek Monolingual

ἀφεσμός, ο (Α)
το νέο σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις].

{{trml |trtx====beeswarm=== Afrikaans: byeswerm; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; Greek: [[σμήνος μελισσών]; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre }}