σμᾶνος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
Doric for σμῆνος.
Russian (Dvoretsky)
σμᾶνος: εος τό дор. = σμῆνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμᾶνος Dor. voor σμῆνος.
Translations
beeswarm
Afrikaans: byeswerm; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; Greek: μελισσοσμήνος, σμήνος μελισσών; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre