λεπίδι

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι)
νεοελλ.
1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα
2. μαχαίρι
3. (στον β' τύπο) το λεπίδιο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή
4. φρ. «έπεσε λεπίδι»
α) έγινε μεγάλη και ομαδική σφαγή
β) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές
αρχ.
1. μικρή πλάκα που χρησίμευε για έμφραξη σωλήνα, πώμα
2. είδος φυτού της Συρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίδ-ιον < λεπίς, -ίδος + -ιον].