μαραθίς
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ἱππομάραθον, Ps.-Dsc.3.71.
Greek Monolingual
μαραθίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό ἱππομάραθον, είδος άγριου μαράθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κανθαρίς, κεδρίς)].