καταιγίδα

From LSJ
Revision as of 14:12, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (AM καταιγίς, -ίδος)
ραγδαία βροχή με σφοδρό άνεμο, αστραπές και κεραυνούς, θύελλα
μσν.
(για τις ορέξεις και τα πάθη) ορμή, σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιγίζω].