συνόμευνος

From LSJ
Revision as of 14:18, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόμευνος Medium diacritics: συνόμευνος Low diacritics: συνόμευνος Capitals: ΣΥΝΟΜΕΥΝΟΣ
Transliteration A: synómeunos Transliteration B: synomeunos Transliteration C: synomevnos Beta Code: suno/meunos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, bedfellow, AP3.3 (Inscr. Cyzic.), IG14.2117 (Rome), 12(5).310 (Paros): fem. συνομβρομευνίς, ίδος, ἡ, Supp.Epigr.6.796 (Cappadocia, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1030] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ep. ad. 707. 721 b (App. 384. 244).

Russian (Dvoretsky)

συνόμευνος: ὁ и ἡ супруг(а) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

συνόμευνος: ὁ, ἡ, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης, σύνευνος, Ἀνθ. Π. 3. 3, παράρτ. 244. 384.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, θηλ. και συνομευνίς, -ίδος, Α
σύνευνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὅμευνος «αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο»].