συμπαρανήχομαι

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.

French (Bailly abrégé)

nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρανήχομαι ernaast meezwemmen.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρανήχομαι: плавать рядом Luc.

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monotonic

συμπαρανήχομαι: αποθ., κολυμπώ μαζί με κάποιον, παραπλέω κοντά του, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.

Middle Liddell

Dep. to swim beside together, Luc.