ἐπικατάγομαι
From LSJ
Greek Monotonic
ἐπικατάγομαι: Παθ., έρχομαι προς την ξηρά μαζί με ή μετά από, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικατάγομαι: (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).
Middle Liddell
Pass. to come to land along with or afterwards, Thuc.