ἀποξυράω

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποξῠράω Medium diacritics: ἀποξυράω Low diacritics: αποξυράω Capitals: ΑΠΟΞΥΡΑΩ
Transliteration A: apoxyráō Transliteration B: apoxyraō Transliteration C: apoksyrao Beta Code: a)pocura/w

English (LSJ)

or ἀποξυρέω, shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.5.35; ἀποξυρεῖν ταδί Ar.Th.215; ἀπεξύρησε ib.1043; τὴν κόμην ἀπεξύρησε Luc.Sacr.15:—Pass., τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένοι Polyaen.7.35.1.

Spanish (DGE)

(ἀποξῠράω) uelἀποξῠρέω
rapar la cabeza c. ac. de pers. ὃς ἔμ' ἀπεξύρησε πρῶτον Ar.Th.1043, τῶν δούλων τὸν πιστότατον Hdt.5.35, cf. Aen.Tact.31.28, en v. pas. παίδων ἀπεξυρημένων D.C.58.19.2
c. indic. de la parte en ac. o gen. αὐτὸν τὴν κεφαλήν Hp.Morb.2.12, τὸν ἑκατόνταρχον τῆς τε κεφαλῆς D.C.76.10.5, en v. pas., c. ac. de rel. αἰχμαλώτους ... τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένους Polyaen.7.35.1
sólo c. ac. de lo que cae τὴν κόμην Luc.Sacr.15
afeitar ταδί esta (barba) Ar.Th.215
en v. med. afeitarse τὸ γένειον Plu.Oth.2; cf. ἀποξύρω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποξυρέω.
Étymologie: ἀπό, ξυράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξῠράω: ἤ -έω, ὡς τὸ ἀποξύρω, ξυρίζω ἐνετελῶς, μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε αὐτόθι 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15.

Greek Monotonic

ἀποξῠράω: ή -έω, μέλ. -ήσω, ξυρίζω εντελώς, ξυρίζω «γουλί», με διπλή αιτ. τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

1. to shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.
B. ἀποξύρω
1. Mid. to have oneself clean shaved, Plut.