ἀπόπολις
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
poet. ἀποποίπτολις, ι, gen. -ιδος and εως, far from the city, banished, ἀ. ἔσει A.Ag.1410 (lyr.), cf. S.OT1000, OC208, E.Hyps. Fr.44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.Tr.647 (lyr.).
Spanish (DGE)
-εως
• Alolema(s): ἀπόπτολις S.OC 208, OT 1000, Tr.647, E.Fr.70 p.24 Bond
ausente, desterrado, exiliado de la ciudad, ἀπόπολις δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.A.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.
German (Pape)
[Seite 320] (fern von der Stadt) entfernt, Aesch. Ag. 1884. S. ἀπόπτολις.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
banni de la cité, exilé.
Étymologie: ἀπό, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπολις: поэт. ἀπόπτολις, ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπολις: ποιητ. ἀπόπτολις, ι, γεν. -ιδος καὶ -εως: ― μακρὰν τῆς πόλεως, ἐξόριστος, ἀπ. ἔσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1410, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1000, Ο. Κ. 208˙ ἀπόπτολιν ἔχειν τινά, ὁ αὐτ. Τρ. 674, πρβλ. ἀγχίπολις.
Greek Monolingual
ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.
Greek Monotonic
ἀπόπολις: ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. -ιδος και -εως· αυτός που βρίσκεται μακριά από την πόλη του, εξόριστος, σε Αισχύλ., Σοφ.