συμμορφίζομαι
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
Pass., to be conformed to, τινι Ep.Phil.3.10.
Russian (Dvoretsky)
συμμορφίζομαι: NT v.l. = συμμορφόομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμορφίζομαι [σύμμορφος] dezelfde vorm aannemen als, gelijk worden aan, met dat.
French (New Testament)
être conforme à, se conformer à
σύμμορφος