ἐγκέντρισις
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
ἐγκεντρίσεως, ἡ, inoculation or grafting of trees, Colum. 3.9.6, Jul.Ep.180 (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
bot. injerto ἀλληλούχοις ἐγκεντρίσεσιν Iul.Ep.180.391d.
German (Pape)
[Seite 707] ἡ, das Pfropfen der Bäume, Columell. 3, 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέντρισις: -εως, ἡ, τὸ ἐγκεντρίζειν, ἐμβολιάζειν, ἐμβολίασμα τῶν δένδρων, Ἰουλιαν. σ. 34· οὕτως, ἐγκεντρισμός, ὁ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 2, Γεωπ. 4. 12.