διαυγέω

From LSJ
Revision as of 18:27, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυγέω Medium diacritics: διαυγέω Low diacritics: διαυγέω Capitals: ΔΙΑΥΓΕΩ
Transliteration A: diaugéō Transliteration B: diaugeō Transliteration C: diavgeo Beta Code: diauge/w

English (LSJ)

A dawn, ἡμέρας -ούσης Plu.Arat.22, D.H.5.49.
II ἧττον δ. to be less obvious, of a tumour, Antyll. ap. Orib.46.27.4.
III Pass., to be transparent, Gal.7.88, Hsch.

Spanish (DGE)

I amanecer ἡμέρας <δ'> ἤδη διαυγούσης Plu.Arat.22, cf. D.H.5.49.
II 1ser perceptible, manifestarse de un tumor ὄγκος αὐτοῖς ἧσσον διαυγήσει καὶ ἀντιμεταστήσεται βραδύτερον en cierto tipo de hidrocefalia, Antyll. en Orib.46.28.4, cf. en v. med. διαυγεῖσθαι· διορᾶσθαι Hsch.
2 en v. med., de la córnea ser transparente ὅταν ... τὴν πρὸ αὐτῆς μοῖραν τοῦ κερατοειδοῦς διαυγουμένην ἀμέμπτως ἔχῃ Gal.7.88.
3 en v. act. y med. resplandecer χλωρότης λαμπρὸν διαυγουμένη Gal.19.155, (λίθος) διαυγεῖ δὲ ὡς πῦρ Aët.2.33.

German (Pape)

[Seite 609] = διαυγάζω; ἡμέρας ἤδη διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. διαυγάω.

French (Bailly abrégé)

διαυγῶ :
briller à travers, commencer à briller, poindre.
Étymologie: διά, αὐγέω.

Russian (Dvoretsky)

διαυγέω: Plut. = διαυγάζω 2.

Greek (Liddell-Scott)

διαυγέω: διαυγάζω, Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυγέω [διαυγής] glans verspreiden:. ἡμέρας δ’ ἤδη διαυγούσης toen de dageraad reeds gloorde Plut. Arat. 22.9.