κυνοδρομέω

From LSJ
Revision as of 18:30, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοδρομέω Medium diacritics: κυνοδρομέω Low diacritics: κυνοδρομέω Capitals: ΚΥΝΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: kynodroméō Transliteration B: kynodromeō Transliteration C: kynodromeo Beta Code: kunodrome/w

English (LSJ)

run or chase with dogs, X.Cyn.6.17: metaph., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες Id.Smp.4.63.

French (Bailly abrégé)

κυνοδρομῶ :
chasser au chien courant, fig. suivre à la piste.
Étymologie: κύων, ἔδραμον, τρέχω.

German (Pape)

mit Hunden jagen, hetzen; Xen. Cyn. 6.17 ff.; übertragen, ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες, wir suchten einander auf, wie Hunde den Hafen, Conv. 4.63.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοδρομέω:
1 охотиться с собаками, травить Xen.,;
2 перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοδρομέω: τρέχω ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.

Greek Monotonic

κῠνοδρομέω: μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.

Middle Liddell

κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω δρόμος
to run with dogs, Xen.