λαιμοτομέω
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
cut the throat of, μῆλα A.R.2.840; τινα Str.7.2.3, Plu.Oth.2: abs., A.R.4.1601:—Pass., have one's head cut off, S.E.M.1.264.
German (Pape)
[Seite 7] die Kehle abschneiden, μῆλα, abkehlen, Ap. Rh. 2, 840; ἑαυτόν, sich den Hals abschneiden, Plut. Oth. 2; pass. λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος, S. Emp. adv. gramm. 264.
French (Bailly abrégé)
λαιμοτομῶ :
couper la gorge, égorger, acc..
Étymologie: λαιμοτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμοτομέω: κόπτω τὸν λαιμόν τινος, σφάζω, τινα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 840, Στράβ. 294, Πλουτ. Ὄθ. 2· ἀπολ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1601. ― Παθ., λαιμοτομοῦμαι, λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 264.
Russian (Dvoretsky)
λαιμοτομέω:
1 перерезывать горло (λ. ἑαυτόν Plut.);
2 отрубать голову (λαιμοτομηθείσης τῆς Γοργόνος Sext.).