περικυκλέω
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
A move in a circle, move around, ἅρμα Ael.NA13.9:—Pass., fluctuate, Alex.Trall.10.
II intr., revolve, c. acc. cogn., τὴν αὐτὴν δίνην π. Epicur.Ep.2p.53U.
German (Pape)
[Seite 581] 1) herumdrehen, umgeben, Sp. – 2) im med. = περικυκλόομοι, umzingeln, ὅτι σφέας περικυκλέοντο τῇσι νηυσὶ οἱ βάρβαροι, Her. 8, 78.
French (Bailly abrégé)
περικυκλῶ :
faire tourner en cercle;
Moy. περικυκλέομαι, περικυκλοῦμαι se ranger en cercle autour : πολεμίους τῇσι νηυσί HDT envelopper l'ennemi de ses vaisseaux.
Étymologie: περί, κυκλέω.
Greek (Liddell-Scott)
περικυκλέω: κινῶ ἐν κύκλῳ, κινῶ ὁλόγυρα, καὶ ἅρμα οὕτως περικυκλεῖν καὶ περιάγειν Αἰλ. π. Ζ. 13. 9. ― Παθ., Ἀλέξ. Τραλλ. 8. 512. ΙΙ. κυκλῶ, περιβάλλω, Ἄννα Κομν. 2. 157.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικυκλέω [περί, κύκλος] ook med. rondgaan:; ἀναβάθρας πλείστας περικυκλησάμενοι nadat we een lange wenteltrap bestegen hadden [Luc.] 82.23; overdr.. περικυκλεῖς ψευδῆ λόγον je cirkelt in een leugenachtig kringetje rond [Luc.] 74.63.