στημορραγέω
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
(ῥήγνυμι) intr., to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.
French (Bailly abrégé)
στημορραγῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d'une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn.
German (Pape)
die Fäden des Aufzugs zerreißen; intr. vrbdt Aesch. Pers. 822 λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῦσι ποικίλων ἐσθημάτων, die Lumpen der Gewänder zerfallen, ihre Fäden lösen sich.
Russian (Dvoretsky)
στημορρᾰγέω: разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.
Greek Monotonic
στημορρᾰγέω: αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
Middle Liddell
στημορ-ρᾰγέω,
intr. to be torn to shreds, Aesch.