σιδηροτομέω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).
German (Pape)
[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).
French (Bailly abrégé)
σιδηροτομῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροτομέω: рассекать железом (τινα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.
Greek Monotonic
σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.
Middle Liddell
σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω τέμνω
to cut or cleave with iron, Anth.