ἐξειλέω
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A slip out from its cover, ἢν ἐξειλήσῃς [βιβλίον] Luc.Merc. Cond.41; τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῖται the soul slips out of [its envelope], M.Ant.10.36.
II intr., escape, aor. ἐξείλησα PAmh.2.142.9 (iv A.D.), cf. EM348.12.
German (Pape)
[Seite 875] herauswickeln (s. εἰλέω), -winden, Sp. βίβλον, librum evolvere, Luc. Merc. cond. 41. – Bei den Alexandrinern nach E. M. entfliehen, davonkommen. – Bei Dem. 37, 35 wird aus dem Gesetz angeführt ἐάν τις ἐξείλλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας, wenn er ihn aus der Bearbeitung einer Mine verdrängt, vgl. ἐξίλλω.
French (Bailly abrégé)
ἐξειλῶ :
dérouler.
Étymologie: ἐξ, εἰλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξειλέω: разворачивать, развертывать (βίβλον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξειλέω: ἐξείλλω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, ἕκαστον γοῦν αὐτῶν ἢν ἐξειλήσῃς, δρᾶμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις Λουκ. π. τῶν Μισθ. Συνόντ. 41.
Greek Monotonic
ἐξειλέω: μέλ. -ήσω, = ἐξείλλω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω, σε Λουκ.