στυγνόω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
v. στύγνωσον (dub. sens.):—Pass., to be gloomy, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ ὄμμα AP9.573 (Ammian.).
German (Pape)
[Seite 958] betrübt od. traurig machen, u. pass. betrübt, traurig werden, sein, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, Ammian. 25 (IX. 573).
French (Bailly abrégé)
στυγνῶ :
attrister.
Étymologie: στυγνός.
Russian (Dvoretsky)
στυγνόω: омрачать, печалить: ἐστυγνωμένος Anth. мрачный, печальный.
Greek (Liddell-Scott)
στυγνόω: καθιστῶ τινα στυγνόν, κατηφῆ, περίλυπον, ἐν τῷ παθ.: κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, κατηφεῖ, περιλύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 573.
Greek Monotonic
στυγνόω: στενοχωρώ, λυπώ κάποιον — Παθ., είμαι στενοχωρημένος, σκυθρωπός, σε Ανθ.