φαντασιόω
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A bring images before the mind of, τινας S.E.M.8.406: abs., ib.397.
II mostly in Med., have or form images or presentations, Aristocl. ap. Eus.PE14.21, S.E.M.8.406; πεφαντασιωμένος subject to hallucinations, Ruf.Fr.79; ἔμψυχον φαντασιούμενον having the faculty of presentation, opp. ἀφαντασίωτον, Plu.2.960d; τὸ φαντασιούμενον τῆς ψυχῆς Gal.4.445; φ. ἡ διάνοια διὰ τῶν αἰσθήσεων S.E.P. 2.72, cf. Stoic.2.22, al.
2 c. acc. rei, φαντασιωθείς δαιμόνιόν τι Plu.2.236d, cf. Ph.1.55, al.
German (Pape)
[Seite 1255] Erscheinungen, Vorstellungen hervorbringen; pass. Erscheinungen, Vorstellungen haben; S. Emp. pyrrh. 2, 72; übh. Vorstellungsvermögen besitzen, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
φαντασιῶ :
faire naître une imagination, une idée;
Moy. φαντασιόομαι, φαντασιοῦμαι (avec ao. Pass.) se figurer, imaginer ; particul. se figurer qu'on voit, voir par l'imagination, acc..
Étymologie: φαντασία.
Greek (Liddell-Scott)
φαντᾰσιόω: παρουσιάζω ἰνδάλματα εἰς τὸν νοῦν τινος, τινα Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 406· ― ἀπολ., αὐτόθι 397. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. φαντασιόομαι, ἔχω ἢ πλάττω ἰνδάλματα ἢ ἀναπαριστῶ τι, Ἀριστοτέλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 709C· ἔμψυχον φαντασιούμενον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφαντοσίωτον, Πλούτ. 2. 960D· ἡ διάνοια φ. διὰ τῶν αἰσθήσεων Σέξτ., Ἐμπ. Π. 2. 72· ― μετ’ αἰτ. πράγματος, Πλούτ, 2. 236D, Φίλων τ. 1, σ. 55.
Russian (Dvoretsky)
φαντασιόω: тж. med. внушать образы: φ. τινα Sext. рождать представления в ком-л.; ὁ φαντασιοῦν Sext. одержимый воображением, фантазирующий; τὸ φαντασιωθῆναι Sext. воображение, фантазирование; φαντασιωθείς τι Plut. вообразивший нечто.