περατόω
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
(πέρας)
A limit, bound, Str.2.3.1,al.; νύκτα καὶ ἡμέραν ἀνατολαῖς καὶ δύσεσιν Ph.1.347; π. τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Plu.2.719d; αὕτη [μέθοδος] περατοῖτοῦτο [τὸ ἄπειρον] S.E.M.1.81:—Med., ἡ σελήνη τὸν ἑαυτῆς κύκλον περατοῦται Ph.2.240:—Pass., Arist.de An.407a28, Mu.391b15, Plu.2.389f; to be terminated, be finished off, Aret.SD1.7 (dub. cj.), Gal.18(2).766.
b Gramm. in Pass., terminate, εἰς -ος A.D.Pron. 95.6,al.; of verses, εἰς μέρος λόγου Heph.1.4; ἕως ὀκτωκαιδεκασήμου Aristid.Quint.1.14.
II bring to an end, λόγον Corp.Herm.18.11; accomplish, τὴν διάβασιν τριήρει J.AJ19.1.1 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 563] endigen, begränzen, bes. pass.; Arist. an. 1, 3; S. Emp. adv. gramm. 81, Gegensatz von ἄπειρος; τὸ πεπερατωμένον σῶμα, adv. phys. 2, 27.
French (Bailly abrégé)
περατῶ :
limiter.
Étymologie: πέρας.
Greek (Liddell-Scott)
περᾰτόω: (πέρας) τίθημι πέρας, περιορίζω τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Πλούτ. 2. 719 C· αὕτη (μέθοδος) περατοῖ τοῦτο [τὸ ἄπειρον] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 81· - Παθ., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3. 20, π. Κόσμ. 2. 2, Πλούτ., κλ. ΙΙ. τελειώνω, ἀποπερατόω, Ἄννα Κομν. 1. 117. - Παθ., Γραμμ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 288.
Russian (Dvoretsky)
περᾰτόω: ограничивать, определять (τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Plut.; ἡ ἀρχὴ περατουμένη Ἑλλησπόντῳ ἐκ τῶν πρὸς ἑσπέραν μερῶν Arst.; τὸ πεπερατωμένον σῶμα Sext.).