ἀποτριάζω
From LSJ
English (LSJ)
to be victorious in wrestling (cf. τριακτήρ), Sch.A.Ch. 339 (Pass.); to be victorious in the pentathlon (πένταθλον), Poll.3.151: = τρεῖς πληγὰς δοῦναι, AB438, Hsch.
Spanish (DGE)
asestar tres golpes Hsch., AB 438
•de ahí vencer en el pentatlon Poll.3.151, cf. Sch.A.Ch.339.
German (Pape)
[Seite 332] triumphiren. Bei B. A. p. 428 ein Fechterausdruck, τρεῖς πληγὰς δοῦναι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτριάζω: ἀναδεικνύομαι νικητὴς ἐν πεντάθλῳ, «ἐπὶ δὲ πεντάθλου τὸ νικῆσαι ἀποτριάξαι λέγουσιν» Πολυδ. Γ΄, 151, «ἀποτριάσαι, οἱ δὲ ἀποτριάξαι διὰ τοῦ ξ, πληγὰς τρεῖς δοῦναι» Α. Β. 438. 7, «οὐκ ἀτρίακτος, οὐκ ἀνίκητος ἀπὸ τῶν παλαιστῶν, οἵ ἀποτριάζονται ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων» Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 339.