αὐτόσσυτος
From LSJ
English (LSJ)
αὐτόσσυτον, self-sped, A.Eu.170 (lyr.), S.Fr.559.
Spanish (DGE)
(αὐτόσσῡτος) -ον
que obra por propio impulso de Apolo, A.Eu.170, cf. S.Fr.559, μέλας αὐτόσσυτος ἀήρ Nonn.D.12.312, αὐτόσσυτος ἀρχά principio nacido de sí mismo Synes.Hymn.9.52, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élance ou vient de soi-même.
Étymologie: αὐτός, σεύω.
German (Pape)
von selbst bewegt, von selbst kommend, Aesch. Eum. 163; Soph. frg. 503.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόσσῠτος: движимый собственным желанием, по собственному побуждению Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόσσῠτος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ κινούμενος, ἐρχόμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 170· - «αὐτόσσυτον. αὐτοκέλευστον. Σοφοκλῆς Σκυρίοις» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 503), πρβλ. Α. Β. 467, 31.
Greek Monotonic
αὐτόσσῠτος: -ον (σεύομαι), ο αφ' εαυτού κινούμενος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[σεύομαι]
self-sped, Aesch.