ἀσταγής
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
ἀσταγές,
A not trickling, ἀσταγὴς κρύσταλλος = hard-frozen ice, dub. l. in S.Fr.149.4 (prob. εὐπαγῆ).
II not merely trickling, i.e. gushing, in a stream, A.R.3.805, Nic.Th.307.
Spanish (DGE)
(ἀστᾰγής) -ές
1 que fluye a borbotones ὕδωρ Call.Fr.317, αἷμα Nic.Th.307, ἀστεγὲς δάκρυ prob. f.l. App.Anth.3.198
•neutr. como adv. τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγές y éstas (las lágrimas) fluían a borbotones A.R.3.805.
2 que cae a raudales νιφετός Nonn.D.1.302.
German (Pape)
[Seite 374] ές, nicht tröpfelnd, a) trocken, nicht zerstießend, κρύσταλλος Soph. frg. 162. – b) stark fließend, ἀσταγὲς ῥέω Ap. Rh. 3, 805; Nic. th. 307.
Russian (Dvoretsky)
ἀστᾰγής: не капающий, т. е. твердый, крепкий (κρύσταλλος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰγής: -ές, ὁ μὴ στάζων, ἀσταγὴς κρύσταλλος, ἰσχυρῶς κρυσταλλωθεὶς πάγος, Σοφ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ. ὁ μὴ στάζων, ἀλλὰ ῥέων ἐπὶ δακρύων, τὰ δ’ ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως (κοιν. ἀστεγὲς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 805, Valck. Ad. σ. 228.
Greek Monolingual
ἀσταγής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος»)
2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» — για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σταγής < στάζω.