ἀναρροιβδέω
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
English (LSJ)
poet. ἀναροιβδέω, swallow back, suck down again, Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ Od.12.104; τρὶς δ' ἀναροιβδεῖ ib.105, cf. 236:—Pass., Gal.Sect.Intr.9; but in S.Fr.440, throw up, as expl. by Phot.p.120 R., cf. Paul.Aeg.3.10. (The spelling ἀναρρυβδέω has Ms. authority in Hom. and is supported by the assonance with Χάρυβδις, Od. Il. cc.; cf. καταρυβδήσας Hsch.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀναροιβδέω
• Grafía: frec. graf. ἀναρρυβ-
1 absorber de Caribdis μέλαν ὕδωρ Od.12.104, cf. 105, 236, S.Fr.440, Str.1.2.36.
2 arrojar hacia arriba, devolver en v. pas. ποτὸν εἰς τὰς ῥῖνας ἀναρροιβδεῖται Paul.Aeg.3.10.
3 resoplar μηδ' ἀναροιβδήσῃς ῥινοβόλω πατάγῳ AP 9.769 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ἀναρροιβδῶ :
engloutir avec bruit.
Étymologie: ἀνά, ῥοιβδέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρροιβδέω: ποιητ. ἀναροιβδέω, ἀναπίνω, ἀναρροφῶ, Χάρυβδις ἀναρροιβδεῖ μέλαν ὕδωρ Ὀδ. Μ. 104· τρὶς δ’ ἀναροιβδεῖ ἀυτόθι 105, πρβλ. 236, Σοφ. Ἀποσπ. 390.
English (Autenrieth)
aor. ἀνερροίβδησε: swallow up (again), of Charybdis. (Od.)
Greek Monotonic
ἀναρροιβδέω: ποιητ. ἀναροιβδέω, μέλ. -ήσω, ξαναρουφώ, ξανακαταπίνω, λέγεται για τη Χάρυβδη, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
to suck down again, of Charybdis, Od.
German (Pape)
zurückschlürfen, von der Charybdis, Od. 12.104, 236, 431. Bei Hes. Aesch. frg. 198; Soph. frg. 590.