δυσειδής

From LSJ
Revision as of 07:21, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσειδής Medium diacritics: δυσειδής Low diacritics: δυσειδής Capitals: ΔΥΣΕΙΔΗΣ
Transliteration A: dyseidḗs Transliteration B: dyseidēs Transliteration C: dyseidis Beta Code: duseidh/s

English (LSJ)

δυσειδές,
A unshapely, ugly, Hdt.6.61, S.Fr.88.9, Pl. Sph.228a, Agatharch.74; of sounds, ἧττον δ. τοῦ ε τὸ ο D.H.Comp. 14.
II difficult to discern, τὸ δ. τῆς οὐσίας Procl.Theol.Plat.5.23.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [formas sin contr. Hdt.6.61, Nonn.D.35.307]
1 de pers., anim. y personif. de aspecto desagradable, feo, deforme θυγάτηρ Hdt.l.c., σῶμα S.Fr.88.9, τὸ ... γένος Pl.Sph.228a, ἄνθρωπος Agatharch.74, cf. D.C.60.27.5, Eus.HE 5.1.35, Pall.V.Chrys.3.44, τὰ πρόσωπα (τῶν γυμναστῶν) Gal.1.32, del aspecto de Cristo, Cels.Phil.6.75, de Safo Fr.Biog.Pap. en POxy.1800.1.21, cf. Chrys.Virg.62.9, 63.4, Vid.1.373, εἴ τις ἀκτήμων ... καὶ δ. ... φαίνεται Clem.Al.QDS 33.5, cf. Lib.Decl.12.9, subst. ὁ δ. διάκρινον ... τὸν εὐπρεπῆ ἀπὸ τοῦ δυσειδοῦς Basil.M.32.1261B, de anim. οἱ κυνοκέφαλοι D.S.3.35, cf. Opp.C.2.608, Ἔχιδνα Nonn.D.18.275, ἵπποι Hippiatr.115.2, cf. Ach.Tat.2.15.3, Gr.Naz.M.36.57B, Ὄρφνη Nonn.D.29.19
de cosas informe τὸ ξύλον Thphr.HP 5.1.1
de abstr. o ref. a abstr., op. κάλλος Plot.2.4.16, εἴδη ... δυσειδῆ καὶ ἄμορφα Simp.in Cat.261.32, cf. Them.in Ph.39.2, τῆς αἰσχρᾶς καὶ δυσειδοῦς ... ὄψεως Chrys.Laed.6.26, cf. 9.16.
2 fig. de la enfermedad desagradable, horrible τὰ ἕλκεα Hp.Mul.1.9, δυσειδέα λύματα νούσου Nonn.D.35.307, c. inf. τοῦ σώματος τὸ πάθος ... δ. ὀφθῆναι D.Chr.16.1.

German (Pape)

[Seite 678] ές, mißgestaltet, häßlich; σῶμα Soph. frg. 109; Her. 6, 61; Plat. Soph. 228 a u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difforme.
Étymologie: δυσ-, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

δυσειδής: безобразный, некрасивый (σῶμα Soph., Plut., Diod.; τὸ παιδίον Her.; γένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσειδής: -ές, δύσμορφος, «ἄσχημος», Ἡρόδ. 6. 61, Σοφ. Ἀποσπ. 109. 9, Πλάτ. Σοφ. 228Α.

Greek Monolingual

δυσειδής, -ές (AM)
δύσμορφος, άσχημος («δυσειδές σῶμα)
αρχ.
1. (για ήχο) κακόηχος
2. δυσδιόρατος.

Greek Monotonic

δυσειδής: -ές (εἶδος), δύσμορφος, άσχημος, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

δυσ- ειδής, ές εἶδος
unshapely, ugly, Hdt., Plat.