συγκυνηγέω
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
English (LSJ)
= συγκυνηγετέω, Arist.EN1172a4, D.S.4.34, Parth.36.2.
German (Pape)
[Seite 970] = συγκυνηγετέω, Arist. eth. 9, 12.
French (Bailly abrégé)
chasser ensemble.
Étymologie: συγκυνηγός.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῠνηγέω: συγκυνηγετέω, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9, 12, 2, Διόδ. 4. 34.
Russian (Dvoretsky)
συγκῠνηγέω: вместе охотиться Arst., Diod.
Middle Liddell
fut. ήσω = συγκυνηγετέω, Arist.] [from συγκῠνηγός]