συγκυνηγέω
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
= συγκυνηγετέω, Arist.EN1172a4, D.S.4.34, Parth.36.2.
German (Pape)
[Seite 970] = συγκυνηγετέω, Arist. eth. 9, 12.
French (Bailly abrégé)
chasser ensemble.
Étymologie: συγκυνηγός.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῠνηγέω: συγκυνηγετέω, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9, 12, 2, Διόδ. 4. 34.
Russian (Dvoretsky)
συγκῠνηγέω: вместе охотиться Arst., Diod.
Middle Liddell
fut. ήσω = συγκυνηγετέω, Arist.] [from συγκῠνηγός]