ἀδεισιδαίμων
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ἀδεισιδαίμον, without superstition, Adv. ἀδεισιδαιμόνως D.S.38.7: Comp. ἀδεισιδαιμονέστερον Sor.1.80.
Spanish (DGE)
-ον
1 no supersticioso Sor.5.28, Clem.Al.Strom.7.4.22, neutr. compar. como adv., Sor.58.21.
2 adv. -ως no escrupulosamente D.S.38/39.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισῐδαίμων: -ον, ὁ ἄνευ δεισιδαιμονίας. Κλήμ. Ἀλ. 302. - Ἐπίρρ. -μόνως, Διόδ. Ἐκλογ. 614. 56.