ἀνόθευτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνόθευτον,
A pure, genuine, χρυσίον Ps.-Plu.Fluv.7.4: metaph., μαρτυρία D.S.1.72; βίος Ph.2.267: φίλος Gal.14.7.
II free from adultery, γάμος arist.Mir.846a30, Ps.-Plu.Fluv.5.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1auténtico χρυσίον Chrysermus 5
•fig. μαρτυρία D.S.1.72, βίος Ph.2.267, φίλος Gal.14.7.
2 libre de adulterio γάμος Arist.Mir.846a30, Plu.Fluu.5.2.
II adv. -ως sin contaminación Basil.M.31.677A.
German (Pape)
[Seite 239] unverfälscht, ächt, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόθευτος: непорочный, безукоризненный (γάμος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόθευτος: -ον, ὁ μὴ νοθευθείς, γνήσιος, ἀπαραποίητος, καθαρός, Ἀριστ. π. Θαυμ. 158. - Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνόθευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει υποστεί νοθεία, αγνός, καθαρός
2. μτφ. γνήσιος
αρχ.
«ἀνόθευτος γάμος» (Αριστοτέλης)
αυτός που δεν βαρύνεται με μοιχεία.