ἀργιλώδης
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
[ῑ] = ἀργιλλώδης.
Spanish (DGE)
(ἀργῑλώδης) -ες
• Alolema(s): ἀργιλλώδης Ps.Dicaearch.1.8; ἀργελλώδης D.S.19.94
arcilloso γῆ Hdt.2.12, Posidon.237, D.S.l.c., Philostr.Im.1.9, ὄρη Arist.Mete.352b10, τόποι Thphr.HP 3.18.5, cf. Plu.2.676a, Antyll. en Orib.9.11.6, ὄχθαι Euph.11 (= Archyt.Amph.2), πόλις (Τάναγρα) Ps.Dicaearch.l.c., νῆσος (Σκῦρος) Did.CP 2.3.3, cf. Hsch.s.u. Σκῦρος, ὀλίσθημα IPr.42.42 (I a.C.)
•πηλός Ph.Mech.88.6, cf. Plu.Sert.17, λευκὰ δὲ καὶ ἀργιλώδεα τὰ σκύβαλα Aret.SD 1.15.2.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
argileux;
Cp. ἀργιλωδέστερος.
Étymologie: ἄργιλος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῑλώδης: v.l. ἀργιλλώδης 2 похожий на глину, глинистый (γῆ Her.; συστάσεις τῶν ὀρῶν Arst.; πηλός Plut.).