ἐνθάλασσος
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
Att. ἐνθάλαττος, ον, in the sea, σπιλάδες D.S.3.44; by the sea, πόλις Ath.Mech.32.3.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): át. -ττος
1 que está en el mar, a flor de agua σπιλάδες D.S.3.44.
2 que está junto al mar, marítimo πόλις Ath.Mech.32.3.
German (Pape)
[Seite 841] att. -ττος, in dem Meere befindlich, D. Sic. 2, 43 σπιλάδες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθάλασσος: Ἀττ. -αττος, ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 2. 43.
Greek Monolingual
ἐνθάλασσος και αττ. τ. ἐνθάλαττος, -ον (Α)
1. θαλάσσιος, αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα
2. ο παραθαλάσσιος, που βρίσκεται δίπλα, κοντά στη θάλασσα.