ὀπωροφύλαξ
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, watcher of fruits, garden-watcher, Arist.Pr.938a16, D.S.4.6, PRyl.244Intr. (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 365] ακος, ὁ, Obstwächter; Arist. probl. 25, 2; τῶν ἀμπελώνων, D. Sic. 4, 6.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωροφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ сторож фруктового сада Arst., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τοὺς καρπούς, ἀγροφύλαξ, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 4, Διόδ. 4. 6.
Greek Monolingual
ὀπωροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φύλαξ.