ἐπιστολογράφος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολογρᾰ́φος Medium diacritics: ἐπιστολογράφος Low diacritics: επιστολογράφος Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: epistolográphos Transliteration B: epistolographos Transliteration C: epistolografos Beta Code: e)pistologra/fos

English (LSJ)

ὁ, letter writer, secretary, OGI139.14 (Ptol.), 194.24 (i B.C.), PTeb.112.87 (ii B.C.), UPZ108.34 (i B.C.), PPar.70; cf. ἐπιστολαγράφος.

German (Pape)

[Seite 985] ὁ, Briefschreiber, Secretär, Pol. 31, 3, 16. Vgl. ἐπιστολιαγράφος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολογράφος: (ᾰ) ὁ писец, секретарь Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολογράφος: ὁ, (γράφω) ὁ γράφων ἐπιστολάς, γραμματεύς, Πολύβ. (31. 3, 16) παρ’ Ἀθην. 195Β, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5717. 24.

Greek Monolingual

ο, η (AM ἐπιστολογράφος)
ο γραμματέας που γράφει επιστολές
νεοελλ.
1. ο συντάκτης επιστολής
2. ο ικανός να γράφει επιστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -γράφος (< γράφω)].