ἀλευροποιΐα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ, production of flour, Eust.1835.42.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ molienda Eust.1835.42.
German (Pape)
[Seite 93] VLL., Weizenmehlbereitung.
Greek Monolingual
η (Μ) αλευροποιός
η παρασκευή αλεύρων
νεοελλ.
η βιομηχανία που παρασκευάζει άλευρα.