impedimento
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Spanish > Greek
ἐγκοπή, τὸ ἐμποδίζον, ἐμποδών, διάφραξις, ἐμποδέω, εἱργμός, ἀποκώλυσις, ἐγκωπή, ἐναντίωμα, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἔνστημα, διακώλυσις, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον