doloroso
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Spanish > Greek
αἰακτός, ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγητικός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλγῶν, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἄνιος, ἀργαλέος, δακνῶδες, δακνώδης, διαλγής, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσαχής, δύσλοφος, δύσπονος, δυστερπής, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίπονος, ἐπώδυνος, λυπηρός, λυπρός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, χαλεπός