δυστερπής

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστερπής Medium diacritics: δυστερπής Low diacritics: δυστερπής Capitals: ΔΥΣΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: dysterpḗs Transliteration B: dysterpēs Transliteration C: dysterpis Beta Code: dusterph/s

English (LSJ)

δυστερπές, ill-pleasing, A.Ch.277.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [no contr. sg. ac. δυστερπέα Opp.H.2.219; gen. δυστερπέος Opp.H.5.525]
desagradable, doloroso πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch.277, ὄλεθρος Opp.H.1.546, ἀεργίη Opp.H.2.219, ἄγρη Opp.H.5.525, en una inscr. funeraria κεῖμαι ... δυστερπέϊ τῇδ' ἐνὶ πέτρῃ GVI 959.3 (Tespias II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 688] ές, schlecht ergötzend, d. i. sehr schmerzlich, κακά Aesch. Ch. 275.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
pénible, affligeant.
Étymologie: δυσ-, τέρπω.

Russian (Dvoretsky)

δυστερπής: нерадостный, т. е. ужасный (κακά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δυστερπής: -ές, ὁ μὴ τέρπων, ἀτερπής, δυσάρεστος, Αἰσχύλ. Χο. 277.

Greek Monolingual

δυστερπής, -ές (Α)
δυσάρεστος.

Greek Monotonic

δυστερπής: -ές (τέρπω), δυσάρεστος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δυσ-τερπής, ές τέρπω
ill-pleasing, Aesch.

Translations

painful

Arabic: أَلِيم‎, مُؤْلِم‎, مُوجِع‎; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol