Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουλευτήριος

From LSJ
Revision as of 11:10, 16 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "erathen" to "eraten")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτήριος Medium diacritics: βουλευτήριος Low diacritics: βουλευτήριος Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: bouleutḗrios Transliteration B: bouleutērios Transliteration C: vouleftirios Beta Code: bouleuth/rios

English (LSJ)

βουλευτήριον, giving advice, κακῶν τ' Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον A.Th.575.

German (Pape)

[Seite 457] ον, beratend, ὁ, der Rathgeber, Aesch. Spt. 557.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à donner un conseil, à conseiller.
Étymologie: βουλεύθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευτήριος -ον βουλεύω raadgevend.

Russian (Dvoretsky)

βουλευτήριος:
1 дающий совет, советник (τινί τινος Aesch.);
2 (в Афинах), булевт, член Совета Пятисот, Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτήριος: -ον, = βουλευτικὸς Ι. 2, ὁ παρέχων συμβουλήν, κακῶν τ’ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον Αἰσχύλ. Θήβ. 575.

Greek Monolingual

βουλευτήριος, -ον (Α)
ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής.

Greek Monotonic

βουλευτήριος: -ον (βουλεύω), συμβουλευτικός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

βουλεύω
advising, Aesch.