ἀναπετάννυμι
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
or ἀναπεταννύω X.An.7.1.17 (cf. ἀναπίτνημι), poet. ἀμπ-; ἀναπετάω Luc.Cal.21: fut. -πετάσω, Att.
A -πετῶ Men.Fr.3 D.:— spread out, unfold, ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν Il.1.480, etc.; ἀ. βόστρυχον E.Hipp.202; τὰν ἐπ' ὄσσοις ὀμπέτασον χάριν unfold, display, Sapph.29; φάος ἀμπετάσας having shed light abroad, E.IA34; ἀναπετάσαι τὰς πύλας throw wide the gates, Hdt.3.146, cf. X.An. l. c.:—Pass., ἀναπεπταμέναι σανίδες, θύραι, Il.12.122, Pi.N.9.2; βλέφαρα ἀναπετάννυται X.Mem.1.4.6; ἀλώπηξ ἀναπιτναμένη a fox sprawling on its back to await the eagle's swoop, Pi.I.4(3).47: in pf. Pass., to be open, lie open, οἰκία πρὸς μεσημβρίαν -πέπταται lies open to the south, X.Oec.9.4; αὐλὼν ἀναπέπταται πρὸς τὴν θάλατταν Plu. Fab.6; freq. in pf. part., open, ἐν πελάγεϊ ἀ. ναυμαχήσεις Hdt.8.60. ά; ἀ. ὄμματα X.Mem.2.1.22; ἀ. πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα, of the cave, Pl.R.514a; δίαιτα ἀ. in the open air, Plu.Per.34: metaph., ἀ. παρρησία open, barefaced impudence, Pl.Phdr.240e; ὄμμα ἀ. impudent, brazen, Zeno Stoic.1.58; ἀ. τῇ ψυχῇ δέξασθαί τι Luc.Nigr.4.
German (Pape)
[Seite 201] p. ἀμπ. (s. πετάννυμι), fut. ἀναπετῶ, Men. bei Suid., auseinander breiten, ἱστία, die Segel ausspannen, Il. 1, 480 Od. 4, 783. 8, 54. 10, 506 ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν (πετάσσας); τὰς πύλας, die Thore öffnen, Her. 3, 147. 158; θύρας Plat. Phil. 62 c; vgl. Xen. Cyr. 8, 3, 11; σανίδες ἀναπεπταμέναι, geöffnete Thorflügel, Il. 12, 122; θύραι Pind. N. 9, 2; πέλαγος ἀναπεπταμένον, die offene See, Her. 8, 60. Häufig ἀναπεπταμένος, offen, τόπος Plat. Phaed. 111 c; Xen. Hell. 4, 1, 8; Pol. 1, 51; δίαιτα καθαρὰ καὶ ἀναπ., das Leben in reiner, freier Luft, Plut. Pericl. 34; παῤῥησία κατακορὴς καὶ ἀναπ., freche, Plat. Phaedr. 240 e, wie ὀμματα Xen. Mem. 2, 1.