ἠλίθιος
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
Dor. ἀλ-, α, ον, also ος, ον Hdt.1.60: (
A ἤλιθα 11):—idle, vain, χόλος Pi.P. 3.11; βέλος A.Ag.366(anap.); ὁδός Theoc.16.9. II foolish, silly, εὐηθίη Hdt.1.60; ἠλίθιον θάρρος θαρρεῖν Pl.Phd.95c; νόμος PThead.25.7 (iv A.D.); freq. of persons, E.Cyc.537, Ar.Ach.443, etc.: Comp. -ώτερος X.Smp.3.6: Sup. -ώτατος Ar.Ec.765; ἠλίθιόν [ἐστι] c. inf., Arist.Pol.1286a12, prob. in Antiph.58; also ἠλιθίων ἐστί is the mark of a fool, Phld.Po.5.32. Adv. -ίως, διακεῖσθαι Lys.1.10; οἰόμενοι Pl. Tht.180d, cf. Theoc.10.40: Comp. -ώτερον Jul.Gal.89a: neut. ἠλίθιον as Adv., Ar.Nu.872. 2 without sense, of the dead, Tab.Defix. Aud.43.7.
German (Pape)
[Seite 1161] (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίθιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῦ μήθ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιθίαν ὁδὸν ἦνθον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιθίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιθίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιθιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίθιον θάῤῥος θαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιθίως διακεῖσθαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon