μύω
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
fut. μύσω [ῠ] Lyc.988: aor. ἔμυσα, Ep. 3pl. μύσαν: pf. μέμῡκα: [ῡ in pres., Call.Dian.95, Nic.Fr.74.56: ῠ in aor., Il.24.637, S.Ant. 421, E.Med.1183, exc. in later writers, as AP7.630 (Antiphil.), 9.558 (Eryc.): ῡ in pf., Il.24.420, App.Anth.4.39 (Leon.) ]: I intr., close, be shut, of the eyes, οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν Il.24.637; ἐκ μύσαντος ὄμματος from closed eye, E.l.c.; of the mouth or any opening, τὰ τῶν διεξόδων στόματα ᾗ τὸ πτερὸν ὁρμᾷ συναυαινόμενα μύσαντα Pl.Phdr.251d; χεῖλος ἔμυσε AP7.630 (Antiphil.); μεμυκὼς χείλεα σιγῇ ib.15.40 (Cometas); τρηχὺς . . μέμυκε πόρος ib.10.5 (Thyill.); of bivalve fish, opp. κεχηνέναι, Ath.3.93f; of flowers, κρόκος εἴαρι μύων Nic. l.c.; but also, wither, ἀστάχυσιν μεμυκόσιν ἐξ αὐχμοῦ καὶ ἀνομβρίας Ph.2.383: metaph., τῷ λιμῷ μαραινόμενοι καὶ μεμυκότες J.BJ6.5.1. 2 of persons or animals, shut the eyes, μύω τε καὶ δέδορκα S.Fr.774; φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα Arist.de An.428a16; οὐ μύοντα λαγωόν Call.Dian.95; μύσας as a preliminary to going through what is painful, παρέχειν μύσαντα εὖ καὶ ἀνδρείως Pl.Grg.480c, cf. S. Ant.421, Ar.V.988, Antiph.3: metaph., μύσας τῷ λογισμῷ Plu.Pomp. 60. 3 metaph., to be lulled to rest, abate, of pain, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ S.Tr.1009 (lyr.); of storms, AP7.293 (Isid.Aeg.). II trans., close, shut, κανθούς ib.221; ὕπνος ἔμυσε κόρας ib.9.558 (Eryc.); τοὺς ὀφθαλμούς ποσως μ. Alex.Aphr.Pr.1.105; περὶ ὃ πᾶν ὄμμα μύομεν Dam.Pr.6.
German (Pape)
[Seite 224] (μῦ), sich schließen, zuschließen, bes. von den Lippen u. den Augen; οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν, Il. 24, 637, d. i. ich habe noch nicht die Augen im Schlafe geschlossen; σὺν δ' ἕλκεα πάντα μέμυκεν, als tmesis von συμμύω zu betrachten, ib. 420; μύσαντες δ' εἴχομεν θείαν νόσον, Soph. Ant. 417; übtr., ἀνατέτροφας ὅτι καὶ μύσῃ, Tr. 1005, was der Schol. durch ἡσυχάσῃ erklärt, von der Wunde, die sich schon zusammengeschlossen, hergenommen, der Schmerz, der sich schon gelegt hatte. – Auch in Prosa, δόξει σοι μύειν ἢ παντάπασιν οὐκ ἔχειν ὄμματα, Plat. Soph. 239 e; παρέχειν μύσαντα καὶ ἀνδρείώς, mit zugemachten Augen, Gorg. 480 c; φαίνεται καὶ μύουσιν ὁράματα, Arist. de anim. 3, 3; μύσας ἔκπινε, Antiphan. agroec. frg. 4; χείλεα μεμυκὼς σιγῇ, Cometas (XV, 40); in späterer Prosa, εἰ μύοντί σοι προσελθὼν εἴποι τι, Luc. rhet. praec. 11, εἰ μύοντες οἱ πένητες ἴοιεν, Epist. Saturn. 35; bei sp. Med., μύειν τοὺς ὀφθαλμούς, u. allgemeiner, μύειν τὰς αἰσθήσεις. – [Υ im praes. scheint überall lang; im aor. ist es kurz, Il. 24, 637, Soph. Ant. 417, Eur. Med. 1123, Ep. ad. 660 (VII, 221, κανθοὺς τοὺς γλυκεροὺς ἔμυσας), Pallad. 13. 16 (X, 55. 47, χρή με μύσαντα φέρειν u. ἔσθιε, πῖνε, μύσας ἐπὶ πένθεσιν, verbeiße das Leid); aber auch lang bei Sp., Antiphil. 43 (VII, 630, οὔπω χεῖλος ἔμυσε); Eryc. 7 (IX, 558, ὕπνος ἔμυσε κόρας); im perf. ist υ lang, vgl. Leon. Tar. 63 (App. 48).]