παραλαμβάνω
English (LSJ)
(Cret. παλλαμβάνω Riv.Fil.58.472 (Gortyn, iii B.C.)), fut. -λήψομαι, Ion.
A -λάμψομαι Hdt.2.120 :—receive from another, esp. of persons succeeding to an office, etc., [τὴν βασιληΐην] Hdt.l.c., cf. Th.1.9 ; τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρός OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); τοῖς παραλαμβάνουσι (sc. τὴν βασιλείαν) the successors, Arist.Pol.1285b8 ; π. τὴν ἀρχήν Pl.Lg.698e; τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ar.Ec.107 ; τὴν ἐπιμέλειάν τινος Aeschin.1.143 ; τὴν τριηραρχίαν D.47.32 ; π. πόλιν ἀνάστατον And.1.108, cf. Th.1.9, etc.; νόμον ὄντα παραλαβόντες, opp. θέντες, Id.5.105, cf. Isoc.8.102 ; of inherited rites or customs, Hdt.2.51 ; of persons succeeding by inheritance, E.Ion814, Lys. 10.5, etc. ; οἱ μὴ κτησάμενοι ἀλλὰ -λαβόντες τὴν οὐσίαν Arist.EN1120b12 ; παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. D.21.157 ; opp. ἐπικτᾶσθαι, Pl.R.330a ; π. ἀράς inherit curses, E.Ph.1611 ; of officers, receive things as stated in an inventory from their predecessors, IG12.301.5, al.; τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ' αὐτὸν εὑρηκότα Isoc.15.208 : Astrol., take over, [χρονοκρατορίαν] Vett.Val.171.16 : generally, receive, ἔρια παραλαβοῦσα ἱμάτιον ἀποδεῖξαι X.Oec.7.6 ; of cargo, POxy.276.13 (i A.D.), etc. 2 take upon oneself, undertake, πρᾶγμά τι Ar.Eq.345 ; τὰ παραλαμβανόμενα undertakings, Hdt.1.38 ; take to oneself, admit, employ, π. ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμόν Plu.2.988e :—Pass., π. πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς ib.1027d. 3 take in pledge, Hdt.3.136 ; take by force or treachery, seize, οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου Id.7.211 ; ναῦς παραλαβόντες Th.1.19, 4.16, And.3.39 ; π. τὰ πράγματα get control of affairs, Plu.Alc.26 :—in Med., lay hold of, ἄκρων τῶν χειρῶν Paus.6.4.1 (s.v.l.). 4 receive by hearing or report, ascertain, παρὰ τῶν Αἰγυπτίων Hdt.2.19 ; π. ἀληθείην Id.1.55 ; π. ἀκοῇ Id.2.148 ; π. τὰ περὶ Ἀλκμέωνα Th.2.102 ; τι περί τινος Plb.12.22.5 ; receive by way of lesson, σοφίαν παρά τινος Pl.La.197d :—Pass., to be received, accepted, τὰ παρειλημμένα the received or traditionary doctrines, Arist.Mete.365a16 ; οἱ π. μῦθοι Id.Po.1453b22 ; [λόγοι] ἔνιοι π. ὡς Ἀριστογείτονος Plu.2.850e. 5 take, receive, or use as a substitute or equivalent, τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Placit.4.2.3 :—Pass., ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται D.H.Amm.2.14. b Gramm. and Medic., simply, use, employ, D.H.Comp.25 ; εἰς λόγον A.D.Synt.250.3 ; θλῖψιν, βοηθήματα, Antyll. ap. Orib.8.6.37,8.10.1 (Pass.) :—freq. in Pass., to be found, used, D.H.Comp.14, 17, A.D.Synt.83.2,al.; π. ἐκ κοινοῦ, δεικτικῶς, ib.123.1, Pron.10.17. c admit, ἡ ὅλη ὑπόθεσις τὸ ἓν εἶναι παρελάμβανεν Dam.Pr.417. 6 take up, catch up, τὸ οὔνομα τοῦτο Hdt. 1.122, cf. 126 ; τὸν λόγον Plb.33.18.9 ; π. ἐπὶ βραχύ give a résumé of, Id.6.58.1. 7 compare, Porph.in Cat.97.8 (Pass.). 8 Pass., to be derived, ἔκ τινος v.l. in A.D.Pron.32.16. II c. acc. pers., take to oneself, associate with oneself, as a wife or mistress, Hdt.4.155 ; as an adopted son, Id.1.113 ; as a partner, auxiliary, or ally, ib.76, 7.150, Th.1.111, etc.; παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ' ἄλλου . . χρείᾳ Pl.R. 369b ; συμβούλους π. Arist.EN1112b10 ; get control of, Pl.Ap.18b, R. 460b,541a, Alc.1.121e ; μάρτυρας π. call in witnesses, D.47.67 : c.inf., τὴν αἴσθησιν ὑπουργεῖν Jul.Or.8.248a. 2 invite, ἐπὶ ξείνια Hdt.4.154 ; παραληφθεὶς ἐπὶ δεῖπνον Alciphr.3.46 ; ἐφ' ἑστίασιν παρειλημμένος Plu.2.40b ; παραληφθεὶς εἰς τὸ συσσίτιον Id.Lyc.20 : abs., Id.2.461d ; παραληφθῆναι πρός τινα Parmenisc. ap. Ath.4.156e. 3 receive, take over in succession, Hdt.4.203 ; Λυκοῦργος π. τοὺς Σπαρτιάτας οἴκοι σκηνοῦντας X.Lac.5.2. 4 take prisoner, Plb.3.69.2 (Pass.). 5 of the dead, παραλημφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθονίων IG14.1702.
German (Pape)
[Seite 486] (s. λαμβάνω), hinnehmen; ἔπος, eine Antwort empfangen, Her. 1, 126; auch mit Gewalt einnehmen, erobern, 7, 211; von Personen Einen zum Gehülfen oder Bundesgenossen annehmen, sich mit ihm verbinden, 7, 106. 150. 168. 9, 1; auch παραλαβεῖν ἐπὶ ξείνια, zur Gastfreundschaft annehmen, 1, 154; αὐτὴν παραλαβὼν ἐπαλλακεύετο, 4, 155; Piat. τόνδε παραληψόμεθα Σωκράτῃ, ᾦ συνδιαπονεῖν μετ' ἐμοῦ τὰ πολλὰ οὐκ ἄηθες, Soph. 218 b; auch μάρτυρας παραλαβών, Dem. 47, 67, Zeugen zuziehen; auch παραληφθῆναι εἰς συμπόσιον, zum Gastmahl zugezogen worden sein, Ael. V. H. 1, 18, wie πρὸς τὰς ἑστιάσεις ἅπαντας παρελάμβανε D. Sic. 2, 24; παρελήφθην πρὸς αὐτόν, Parmenisc. bei Ath. IV, 156 e. Bei den Attikern bes. ein Inventarium übernehmen, Inscr.; vgl. Att. Seew. 3; ähnl. Eur. ὅστις σε γήμας ξένος ἐπεισελθὼν πόλιν καὶ δῶμα καὶ σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν, Ion 814; πότερον ὧν κέκτησαι τὰ πλείω παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω, Plat. Rep. I, 330 a; – von den Vorfahren überkommen, du Reh Ueberlieferung erhalten, παρὰ τῶν Πελασγῶν Σαμοθρήϊκες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι, Her. 2, 51. 5, 95. 2, 148; οὓς νόμους παρὰ τῶν προγόνων παρέλαβον, Isocr. 8, 102; – durch Hörensagen wissen, παραλαμβάνοντες περὶ αὐτοῦ τὴν ἐν ταῖς πολεμικοῖς ἐμπειρίαν, Pol. 12, 22, 5, öfter; ähnlich Thuc. τὰ περὶ Ἀλκμαίωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν, 2, 102. – Auch lernen, ταύτην τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος παρείληφεν, Plat. Lach. 197 d, wie Euthyd. 304 c; Plut. Alex. 7 u. a. Sp. – Dah. auf sich nehmen, übernehmen, τὰ παραλαμβανόμενα, das übernommene Geschäft, Her. 1, 38; ἔμελλε τὴν βασιληΐην παραλάμψεσθαι, 2, 120; ἀρχήν, Plat. Legg. III, 698 e; ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα δυνώμεθα, Ar. Eccl. 106, wie τῆς πόλεως τὰς ἡνίας 466; Sp., wie Plut. Alc. 26, ἐπεὶ παρέλαβον τὰ πράγματα οἱ πεντακισχίλιοι, die Regierung übernehmen; auch sonst, = übernehmen, Ar. Equ. 344; vgl. Aesch. 1, 63; τοὺς παῖδας, die Kinder zum Erziehen übernehmen, Plat. Rep. VII, 541 a; – τὸ βιβλίον, in die Hand nehmen, Plat. Phaedr. 228 b; – auffangen, Her. 4, 203; παραλαβὼν τὸν λόγον, die Rede aufnehmen, Pol. 33, 16, 9; παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, in Kurzem zusammenfassen, 6, 58, 1; gefangen nehmen, 3, 69, 2.