πολυλάλητος
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A gloss on ἀθυρόστομος, Sch.S.Ph.188. II often repeated, of a common epithet, Eust.861.33.
German (Pape)
[Seite 665] = Folgdm, Sp., wie Schol. Soph. Phil. 191 u. Eust.