πολυμνήστη
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
ἡ, (μνάομαι) = foreg., Od.4.770, 14.64, 23.149:—later in form πολύ-μνηστος,
A κούρη Nonn.D.42.497; πολυμνάστοιο . . Τίσιδος AP6.274 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, die viel umfrei'te, von Vielen zur Ehe begehrte; γυνή, Od. 14, 64, vgl. 4, 770. 23, 149. – Das masc. scheint nur als nom. propr. vorzukommen.